- συλλούομαι
- Α1. λούζομαι μαζί με κάποιον άλλο2. κάνω μπάνιο χωρίς να βγάλω έμπλαστρο που έχω κολλήσει σε ένα σημείο τού σώματός μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + λούομαι «λούζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συλλουσόμενον — συλλούομαι bathe with fut part mid masc acc sg συλλούομαι bathe with fut part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλουομένην — συλλούομαι bathe with pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλουομένης — συλλούομαι bathe with pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλουσάμενος — συλλούομαι bathe with aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλουέσθω — συλλούομαι bathe with pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλουόμενοι — συλλούομαι bathe with pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλούεσθαι — συλλούομαι bathe with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλούηται — συλλούομαι bathe with pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλούονται — συλλούομαι bathe with pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλούσασθαι — συλλούομαι bathe with aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)